Το ασβεστοκάμινο που δεν δούλεψε ποτέ.
Και δικαιολογημένα, αφού τίποτα δεν βοηθά τον πολίτη να κοιτάξει πιο προσεκτικά. Εγκαταλελειμμένο εδώ και δεκαετίες, με την άγρια βλάστηση και τα σκουπίδια να του κάνουν παρέα, κάθε άλλο παρά ελκυστικό είναι. Το αντίθετο μάλιστα. Αποτελεί ...
περισσότερο μια εστία μόλυνσης παρά αυτό που πραγματικά είναι: Ένα μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης.
Το κτιριακό συγκρότημα του ασβεστοκάμινου χαρακτηρίστηκε το 1994 διατηρητέο μνημείο όντας αντιπροσωπευτικό δείγμα της προβιομηχανικής περιόδου. Είναι το μοναδικό παλιό βιομηχανικό κτίριο των Ιωαννίνων και το μοναδικό ασβεστοκάμινο της Ηπείρου. Δυστυχώς, για το κτίριο αυτό δεν υπάρχει καμία βιβλιογραφική αναφορά. Η ιστορία του είναι καταγεγραμμένη όμως στις μνήμες ανθρώπων του Τσιφλικόπουλου που δούλεψαν στο έργο της κατασκευής του ασβεστοκάμινου ή που βίωσαν τη βιοτεχνική αυτή εξέλιξη, αλλά και σε κάποια έγγραφα που έχει στη διάθεσή της η Εκκλησία και συγκεκριμένα η Ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Περιβλέπτου, στην κυριότητα της οποίας βρίσκεται το κτίριο.
Κατασκευή του Μαράτου
Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’40 όταν ένας γνωστός αρχιτέκτονας της εποχής εκείνης ο Κώστας Μαράτος αγόρασε την έκταση από την Εκκλησία. Στο πλαίσιο της υλοποίησης του σχεδίου Μάρσαλ, πήρε ένα μεγάλο δάνειο από την τράπεζα, γύρω στις 700.000 δραχμές, για να φτιάξει μια βιοτεχνική μονάδα που θα παρήγαγε με πιο γρήγορο ρυθμό ασβέστη, απαραίτητο υλικό για την ανέγερση των σπιτιών και για την κατασκευή δημόσιων έργων.
Σε λιγότερο από έναν χρόνο, το ασβεστοκάμινο με την ψηλή, 15 μέτρων, υπαίθρια καμινάδα ήταν έτοιμο. Δεν ήταν το πρώτο ασβεστοκάμινο που στήθηκε στην περιοχή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των περιοίκων, υπήρχαν μικρά καμίνια, στην ίδια περιοχή, τα οποία αρχικά λειτουργούσαν με κάρβουνο και αργότερα και με πετρέλαιο. «Από τα καμινάκια αυτά έβγαιναν από 13.000 μέχρι 15.000 οκάδες ασβέστη, οκάδες είχαμε τότε. Αλλά μετά ανέβηκε η τιμή του πετρελαίου και δεν σύμφερε. Και τότε ήρθε το σχέδιο Μάρσαλ και ο Μαράτος πήρε το δάνειο για να φτιάξει αυτό το ψηλό καμίνι.
Έπρεπε να αγοράσει όμως την έκταση για να πάρει το δάνειο. Και έτσι έκανε. Και έφτιαξε ένα ωραίο καμίνι» μας λέει ο Δημοσθένης Μουλιώτης, 91 χρονών, ο οποίος δούλεψε ως παιδί για όλες τις δουλειές στο έργο του Μαράτου («πήγαινα με το κάρο και αγόραζα ό,τι χρειαζόταν»).
Ο Βαγγέλης Κολοβός, κάτοικος της περιοχής, θυμάται ότι το ασβεστοκάμινο αυτό δεν δούλεψε για πολύ καιρό. «Η ασβέστη που υπολόγιζε να βγάλει ο Μαράτος, δεν έβγαινε καλή. Όπως έβαζε την ασπρόπετρα, έτσι σχεδόν την έβγαζε. Δεν ψηνόταν η πέτρα» μας λέει, ο οποίος θυμάται επιπλέον ότι η πέτρα για την ασβέστη έβγαινε από τα βουνά γύρω από το Τσιφλικόπουλο. «Εδώ ήταν τα νταμάρια, στα οποία δούλευαν Ζευγαριώτες, και έβγαζαν πολλή πέτρα για τις οικοδομές. Τις αγόραζαν και τα χωριά που είχαν καμίνια. Καθαρή πέτρα, ό,τι έπρεπε για την ασβέστη» τονίζει.
Την αποτυχία του ασβεστοκάμινου τη θυμάται πολύ καλά και ο κ. Μουλιώτης. Πολύ λεπτομερής με τις αναμνήσεις του, μας λέει: «Αυτό το καμίνι δεν έβγαλε ποτέ ασβέστη. Τα χαμηλά καμίνια που ήταν δίπλα, έβγαζαν. Το ψηλό όχι. Ο Μαράτος υπολόγιζε ότι στο ασβεστοκάμινο θα κάψει λιγνίτη που φαίνεται ότι υπήρχε στη Ζίτσα και στην Καρίτσα. Αλλά αυτός ο λιγνίτης, δεν ήταν ωριμασμένος. Δεν είχε απόδοση. Και το πετρέλαιο ήταν ασύμφορο. Εξάλλου είχε κατασκευάσει το καμίνι ειδικά για να καίει για λιγνίτη».
Η αποτυχία του καμινιού πρέπει να θεωρείται δεδομένη καθώς το 1962 η τράπεζα έβγαλε σε δημοπρασία το ασβεστοκάμινο (όχι μόνο το κτίριο αλλά και την έκταση). Το αγόρασε η Ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Περιβλέπτου έναντι του ποσού των 100.000 δραχμών, όπως μας λέει ο προϊστάμενος της Ενορίας, ο πάτερ Χρήστος Αντώνης.
Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, το ασβεστοκάμινο είχε για τουλάχιστον 20 χρόνια μία ένοικο, την κυρά Νία, όπως την έλεγαν. Για δύο δεκαετίες, η μόνη φωτιά που έκαιγε στο ασβεστοκάμινο ήταν στη σόμπα της. Η κυρά Νία, με τη σιωπηλή συναίνεση της Εκκλησίας, έμενε σε δωμάτιο του καμινιού, που φέρεται να προοριζόταν για γραφείο του Μαράτου. Εκεί έμεινε μέχρι τον θάνατό της, στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από την κατασκευή του μικρού αυτού εργοστασίου. Η Ενορία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι αποφασισμένη να αξιοποιήσει το ασβεστοκάμινο αυτό. «Έχουμε κάνει ήδη μελέτη για τη συντήρησή του και σκεφτόμαστε διάφορες λύσεις για την αξιοποίησή του, όπως τη δημιουργία εργαστηρίου για παιδιά» μας λέει ο πάτερ Χρήστος.
Υπάρχει όμως μια μικρή σύγχυση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, σύνηθες φαινόμενο σε περιοχές όπου δεν έχουν ολοκληρωθεί τα ρυμοτομικά σχέδια. Η έκταση στην οποία βρίσκεται το ασβεστοκάμινο, έχει χαρακτηριστεί από τον Δήμο ως κοινόχρηστος χώρος. Μέχρι να γίνει η πράξη εφαρμογής, η Εκκλησία δεν μπορεί να περιφράξει τον χώρο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ό,τι δεν μπορεί να γίνει αξιοποίηση του κτιρίου του ασβεστοκάμινου, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του οποίου δεν αμφισβητείται.
agon.gr
epirus.ellas.voula@gmail.com